αλκοξυ-

αλκοξυ-
Χημ.
πρόθεμα οργανικών ενώσεων οι οποίες περιέχουν τη ρίζα ενός αλκοξυλίου, π.χ. το αιθοξύλιο C2H5O-. Στις οργανικές αυτές ενώσεις ανήκουν και τα αλκοξείδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”